εκβαρβαρώνω

εκβαρβαρώνω
εκβαρβάρωσα, εκβαρβαρώθηκα, εκβαρβαρωμένος, μτβ.
1. κάνω κάποιον τελείως βάρβαρο, τον αποκτηνώνω.
2. παθ., εκβαρβαρώνομαι γίνομαι εντελώς βάρβαρος, αποθηριώνομαι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκβαρβαρώνω — (AM ἐκβαρβαρῶ, όω) κάνω κάποιον βάρβαρο, τόν οδηγώ σε κατάσταση βαρβαρότητας και θηριωδίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”